πρωτοστάτης

πρωτοστάτης
ο
1) инициатор, зачинатель; 2) зачинщик; вожак

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πρωτοστάτης" в других словарях:

  • πρωτοστάτης — one who stands first masc nom sg πρωτοστατέω stand first imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοστάτης — ο 1. ο πρωτουργός, ο πρώτος απ όλους σε πράξη ή κίνηση: Πρωτοστάτης στην αποχή των μαθητών από τα μαθήματα ήταν ένας της τρίτης Λυκείου. 2. (εκκλησ.), ένας από τους σπουδαιότερους: Άγγελος πρωτοστάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοστάται — πρωτοστάτης one who stands first masc nom/voc pl πρωτοστάτᾱͅ , πρωτοστάτης one who stands first masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστατῶν — πρωτοστάτης one who stands first masc gen pl πρωτοστατέω stand first pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάταις — πρωτοστάτης one who stands first masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτην — πρωτοστάτης one who stands first masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτου — πρωτοστάτης one who stands first masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτῃ — πρωτοστάτης one who stands first masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστάτα — πρωτοστάτᾱ , πρωτοστάτης one who stands first masc nom/voc/acc dual πρωτοστάτης one who stands first masc voc sg πρωτοστάτᾱ , πρωτοστάτης one who stands first masc gen sg (doric aeolic) πρωτοστάτης one who stands first masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοστατώ — πρωτοστατῶ, έω, ΝΜΑ [πρωτοστάτης] νεοελλ. είμαι πρωτοστάτης, προΐσταμαι και διαδραματίζω πρωτεύοντα ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, είμαι πρωτεργάτης («ο Γληνός πρωτοστάτησε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση») αρχ. 1. στέκομαι πρώτος ή στέκομαι στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»